ἀντιπαραθέσει

ἀντιπαραθέσει
ἀντιπαράθεσις
comparison
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀντιπαραθέσεϊ , ἀντιπαράθεσις
comparison
fem dat sg (epic)
ἀντιπαράθεσις
comparison
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εγκληματολογία — Επιστημονικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη του εγκλήματος, την πρόληψή του, την αντίδραση της κοινωνίας σε αυτό, ενώ παράλληλα εξετάζει τα περιβαλλοντολογικά ή ψυχολογικά αίτιά του. Η ε. ιδιοποιείται τις μεθόδους πολλών άλλων… …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • μεσαίωνας — Ονομάζεται γενικά Μ. η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ορίζεται από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Σχετικά με τη χρονολογική οροθέτηση του Μ. έχουν υποστηριχθεί και άλλες απόψεις …   Dictionary of Greek

  • Βολτέρος — (François Marie Arouet de Voltaire, Παρίσι 1694 – 1778). Εξελληνισμένο όνομα του Γάλλου φιλόσοφου και συγγραφέα Φρανσουά Μαρί Αρουέ ντε Βολτέρ. Ο Β. υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του Διαφωτισμού. Λαμπρός μαχητής του λόγου, έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Κομισαριέφσκαγια, Βέρα Φιοντόροβνα — (Vera Fyodorovna Komissarzhevskaya, Αγία Πετρούπολη 1864 – Τασκένδη 1910). Ρωσίδα ηθοποιός και διευθύντρια θεάτρου. Μόλις το 1891 αποφάσισε να ακολουθήσει τη θεατρική σταδιοδρομία, απέκτησε όμως γρήγορα μεγάλη φήμη ως ερμηνεύτρια του Σούντερμαν,… …   Dictionary of Greek

  • Λούκατς, Γκεόργκι — (Gyorgy Lukαcs, Βουδαπέστη 1885 – 1971). Ούγγρος φιλόσοφος και κριτικός της λογοτεχνίας. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Βουδαπέστης, του Βερολίνου και της Χαϊδελβέργης. Έχοντας ξεκινήσει από τις θέσεις του ντεκανταντισμού (Η ψυχή και η μορφή,… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”